- θηλυκότητα
- ητα γυναικεία χαρακτηριστικά και γνωρίσματα σε έντονο βαθμό: Δεν έχει θηλυκότητα αυτή η γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… … Dictionary of Greek
Κρίστεβα, Γιούλια — (Julia Kristeva, Σλίβνο, Βουλγαρία 1941 –). Γαλλίδα ψυχαναλύτρια, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας, βουλγαρικής καταγωγής. Αρχικά σπούδασε γλωσσολογία στη Βουλγαρία, ενώ το 1966 συνέχισε τις σπουδές της στο Collège de France, στο Παρίσι.… … Dictionary of Greek
Νταγιάκ ή Νταγιάκοι — Ομάδα ινδονησιακών πληθυσμών, περίπου δύο εκατομμύρια άτομα συνολικά, που κατοικούν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις εσωτερικές περιοχές της Βόρνεο. Ν. ονόμαζαν οι Μαλαίοι τους ιθαγενείς που έμεναν στα δυτικά παράκτια όρη (Οράνγκ – Ν., δηλαδή… … Dictionary of Greek
θηλύτητα — η 1. γυναικεία φύση, θηλυκότητα. 2. θηλυπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)